τριχομανής

τριχομανής
-ές, Μ
αυτός που έχει πυκνή κόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -μανής (<μαίνομαι), πρβλ. μονο-μανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριχομανία — η, ΝΜ [τριχομανής] νεοελλ. ιατρ. τικ παρατηρούμενο σε ορισμένες νευρώσεις κατά το οποίο ο πάσχων φέρνει συνεχώς το χέρι του στα μαλλιά του ή στη γενειάδα του, προσπαθώντας να τά τακτοποιήσει μσν. η μανία τού να έχει κανείς μακριά μαλλιά …   Dictionary of Greek

  • τριχομανώ — έω, Μ [τριχομανής] έχω πολλές και πυκνές τρίχες στο κεφάλι μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”